ριζοβακτήριο

ριζοβακτήριο
το, Ν
συν. στον πληθ. τα ριζοβακτήρια
βοτ. βακτήρια που συμβιώνουν με τις ρίζες διαφόρων φυτών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμειψισπορά — Στη γεωργία ονομάζεται α. η εναλλαγή στο ίδιο τμήμα εδάφους και για έναν καθορισμένο αριθμό ετών (κύκλος δύο και πλέον ετών) διαφόρων ποωδών καλλιεργειών, κατά μια ορισμένη τάξη, μέχρι την επαναφορά της αρχικής καλλιέργειας (συνεχής κυκλική α.).… …   Dictionary of Greek

  • χλωρή λίπανση — Παράχωμα χλωρών φυτών, σπαρμένων συνήθως με τον σκοπό να εγκαταλείψουν το έδαφος, με οργανική μορφή, τις ουσίες που απορρόφησαν και επεξεργάστηκαν κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής τους και ιδιαίτερα το άζωτο (ριζοβακτήριο). Συνήθως χρησιμοποιούνται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”